- αλκυόνειος
- ἀλκυόνειος, -α, -ον (Α) [ἀλκυών]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλκυόνα ή μοιάζει με αυτήν2. φρ. «ἀλκυόνειαι ἡμέραι», οι αλκυονίδες*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλκυόνειος — of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνειον — bastard sponge neut nom/voc/acc sg ἀλκυόνειος of the masc acc sg ἀλκυόνειος of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι … Dictionary of Greek
ἀλκυονείου — ἀλκυόνειον bastard sponge neut gen sg ἀλκυόνειος of the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκυόνεια — ἀλκυόνειον bastard sponge neut nom/voc/acc pl ἀλκυόνειος of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)